- ακινητότητα
- η [ακίνητος]το αμετακίνητο, σταθερότητα, αδράνεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακινητότητα — η το αμετακίνητο, η σταθερότητα: Η ακινητότητα είναι η βασική ιδιότητα του ακινήτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek